-
1 ερωτικόν
-
2 ἐρωτικόν
-
3 ζεῦγος
A yoke of beasts, pair or team of mules, oxen or horses, Il.18.543, IG5(2).3.1 (Arc., iv B.C.), etc.;ζ. ἵππων And. 4.26
.2 carriage drawn by a yoke of beasts, a chariot,ζεύγεϊ κομίζεσθαι Hdt.1.31
; ἐπὶ ζευγέων ἐλάσασαι ib. 199;ἐπὶ ζεύγους ἄγειν And. 1.45
;τῷ ζεύγει ὃ ἦγεν τὴν γυναῖκα Hyp.Lyc.5
; wagons, (iv B.C.);βοεικά Th.4.128
; racing-car,= τέθριππον, Id.5.50;ζ. τέθριππον A.Fr. 346
;ἢ συνωρίδι ἢ ζεύγει νενίκηκεν Pl.Ap. 36d
(but = συνωρίς, Plu.2.146d); ζ. μίσθιον a hired chariot, Id.Ant.6; λευκὸν ζ. with white horses, D.21.158.II pair or couple of any things, ἰρήκων, αἰγυπιῶν, Hdt.3.76; πεδέων ib. 130;Ἀτρειδᾶν A. Ag.44
(anap.); , cf. Herod.7.51; (Aug.), etc.;κεράμου IG12.313.23
, al.; [ κεράμων] SIG 245 Gi36 (Delph., iv B.C.);θυρῶν IG12.313.110
;ταὧν Antiph.205
;καλλιπύγων Cerc.14
: abs., married couple,τὸ ζ., ὃ καλεῖται θῆλυ καὶ ἄρρεν X.Oec. 7.18
; τὸ ἐρωτικὸν ζ. Luc.Am.11; κατὰ ζεῦγος in pairs, Plu.2.93d;ἐς ζεύγεα Luc.Syr.D.12
.III incorrectly also of more than two things or persons joined together, ζ. τριπάρθενον three maiden sisters, of the Graces, E.Fr. 357; soζ. τρίδουλον Ar.Fr. 576
; ζ. νεκρῶν, where parents and children are spoken of, E.HF 454.IV = Lat. jugerum, Cod.Just.10.27.2.8. -
4 κλέμμα
A thing stolen, E.Hec. 618, Arist.Pr. 952a19; money equivalent of thing stolen,τὸ κ. ἐκτείσας διπλοῦν Pl.Lg. 857b
, cf. Foed.Delph.Pell.2A14, IG5(1).1390.77 (Andania, i B.C.).II stratagem in war, Th.5.9; fraud, D.18.31, Aeschin.3.100; κ. ἐρωτικόν clandestine amour, Ael.NA1.2, cf. AP5.17 (Rufin.). -
5 πάθος
A that which happens to a person or thing, τὰ ἐν τοῖς κατόπτροις τῆς ὄψεως π. Pl.Tht. 193c; τὰ ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ βίῳ [τῆς ψυχῆς] π. Id.R. 612a; incident, accident, τὰ ἀνθρωπήϊα π. Hdt.5.4; τὸ συντυχὸν π. S.Aj. 313; οὗ τόδ' ἦν π. where this incident took place, Id.OT 732; ἔξωθεν π. Pl.R. 381a; unfortunate accident, Antipho 3.4.10.2 what one has experienced, good or bad, experience, (lyr.); τά γ' ἐμὰ π. my experiences, Pl.Phd. 96a;τὸ δρᾶμα τοῦ πάθους πλέον A.Ag. 533
; opp. ἔργα, Pl. Phdr. 245c, Arist.Cael. 298a28; opp. πρᾶξις, Pl.Lg. 876d;ἤθη καὶ π. καὶ πράξεις Arist.Po. 1447a28
.b in bad sense, misfortune, calamity, A.Pr. 703, Hdt.1.91, Lys.32.10, etc.;οὐλίῳ σὺν πάθει S.Aj. 932
(lyr.); τὰ τῆς Νιόβης π. Pl.R. 380a, etc.; ἀνήκεστον π. ἔρδειν to do an act which is an irreparable mischief to one, Hdt.1.137; μετὰ τῆς θυγατρὸς τὸ π., i.e. her death, Id.2.133; π. μέγα πεπονθέναι, of a great defeat, Id.3.147, cf. 5.87, al.II of the soul, emotion, passion (λέγω δὲ πάθη.. ὅλως οἷς ἕπεται ἡδονὴ ἢ λύπη Arist.EN 1105b21
),σοφίη ψυχὴν παθῶν ἀφαιρεῖται Democr.31
;διὰ πάθους Th.3.84
; ἐρωτικὸν π. Pl.Phdr. 265b; π. ποιεῖν to excite passion, Arist.Rh. 1418a12;ἐν π. εἶναι Id.Pol. 1287b3
; ἐκτὸς τοῦ π. εἶναι to be exempt from passion, Teles p.56 H.;ἔξω τῶν π. γίγνεσθαι D.C.60.3
; περὶ παθῶν, title of work by Zeno the Stoic, D.L.7.4; in Epicur., sensation (including pleasure and pain), ἀκουστικὸν π. Ep.1p.13U., cf. p.19 U. (pl.); ὡς κανόνι τῷ π. πᾶν ἀγαθὸν κρίνοντες ib.3p.63U.III state, condition, τὸ τῆς παντοδαπῆς ἀγνοίας π. Pl.Sph. 228e, cf. 243c, Plt. 277d, Ap. 22c; opp. ἐνέργεια, A.D.Synt.12.17; opp. ποίημα, Pl.Sph. 248d.2 incidents of things, changes or happenings occurring in them, τὰ οὐράνια π. Pl.Hp.Ma. 285c; τὰ περὶ τὸν οὐρανὸν π. Id.Phd. 96c;τὰ τοῦ οὐρανοῦ π. καὶ μέρη Arist.Metaph. 986a5
;π. τοῦτο, ὃ καλεῖν εἰώθαμεν σεισμόν Id.Mu. 395b36
.3 properties, qualities of things, opp. οὐσία, Pl.Euthphr. 11a; π. λέγεται.. ποιότης καθ' ἣν ἀλλοιοῦσθαι ἐνδέχεται, οἷον τὸ λευκὸν καὶ τὸ μέλαν, καὶ γλυκὺ καὶ πικρόν, καὶ βαρύτης καὶ κουφότης, κτλ. Arist. Metaph. 1022b15; τῶν ἀριθμῶν π. ib. 985b29; ἀριθμοῖς καὶ γραμμαῖς καὶ τοῖς τούτων π. Iamb.Comm.Math.23;γεωμετρία περὶ τὰ συμβεβηκότα πάθη τοῖς μεγέθεσι Arist.Rh. 1355b31
, cf. APo. 75b1; τῶν φυτῶν τὰ μέρη καὶ τὰ π. Thphr.HP1.1.1; αἱ δυνάμεις καὶ τὰ π. ib.8.4.2.IV Gramm., modification in form of words (esp. dialectal),πάθη τῆς λέξεως Arist.Rh. 1460b12
, cf. A.D.Pron.38.24, al.2 in Syntax, modified construction, of omission or redundancy, Id.Synt.6.15, 267.8.c in writing, signs other than accents and breathings ([etym.] ἀπόστροφος, ὑφέν, ὑποδιαστολή), D.T.Supp.1p.107U.V Rhet., emotional style or treatment, τὸ σφοδρὸν καὶ ἐνθουσιαστικὸν π. Longin.8.1;πάθος ποιεῖν Arist.
Rh. 1418a12;πράγματα π. ἔχοντα Plu.2.711e
, etc.: pl.,πάθη διεστῶτα ὕψους Longin.8.2
. -
6 ἐνεργέω
A to be in action or activity, operate, Arist.Rh. 1411b26; : c. acc.,ἐνεργεῖς ποσὸν καὶ δυάδα Plot.6.6.16
; esp. of divine or supernatural action, freq. in NT., τινί, ἔν τινι, Ep.Gal.2.8, Ev.Matt.14.2:—[voice] Med., Ep.Rom.7.5, al.2 to be efficacious, of drugs, Diocl.Fr.147, Dsc.1.98, al.; ἐοικότα ἐ. ib.106;ἐνήργησε τὸ φάρμακον Plot.6.1.22
; to be effective, of troops,ταῖς σαρίσαις Ael.Tact.14.6
:—[voice] Pass., to be the object of action, Arist.de An. 427a7, Ph. 195b28;ὁ ἐνεργούμενος λίθος IG7.3073.108
(Lebad.); also, to be actualized, Plot.3.7.11.II trans., effect, execute,πάντα κατὰ δύναμιν Plb.18.14.8
;τὰ τοῦ πολέμου Id.7.5.8
;χρείαν Ath.Mech.14.2
, cf. Aristid. Quint.2.9:—[voice] Pass., to be actively carried on,ὁ πόλεμος ἐνηργεῖτο Plb.1.13.5
, cf. D.S.20.95; things executed,Plb.
9.12.7;μηδὲν ἐνέργημα.. ἐνεργείσθω M.Ant.4.2
.III Medic., of sexual intercourse,τὴν τοιαύτην πρᾶξιν -οῦσι μετρίως Diocl.Fr.141
, cf. Cat.Cod.Astr.8(4).176: euphem. for βινεῖν, in opere esse, Theoc.4.61;ἐ. τινά Alciphr. 3.55
;ἐρωτικόν τι Id.1.39
.IV operate, in surgery, Orib.45.18.5, Paul.Aeg.6.73; ὁ ἐνεργῶν, ὁ ἐνεργούμενος, the surgeon, the patient, Gal.18(2).626,683.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνεργέω
-
7 ἐνθυίων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνθυίων
-
8 ὄμμα
A eye, poet. word, rare in Prose (Th.2.11, Pl.Ti. 45c, al., X.Cyr.8.7.26, Mem.1.4.6, al., Thphr.Sens. 50, al., Polystr.Herc.346p.81V., BGU713.9 (i A.D.), IG42(1).121.121 (Epid.)): Hom. and Hes. only use pl.,κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας Il.3.217
;ὕπνον ἐπ' ὄμμασι χεῦε Od.5.492
, etc.: sg. in Pi.N.10.63 and Trag. (v. infr.):—Phrases: ὀρθοῖς ὄμμασιν ὁρᾶν τινα look straight at, S.OT 1385 ;ἀναβλέψαι ὀρθ. ὄμμ. X.HG7.1.30
;ἐξ ὀμμάτων ὀρθῶν S.OT 528
; also οὐκ οἶδ' ὄμμασιν ποίοις βλέπων πατέρα ποτ' ἂν προσεῖδον how I could have looked him in the face, ib. 1371, cf. Aeschin.3.121 ;ὁρᾶν τινα ἐν ὄμμασι S.Tr. 241
; ποῖον ὄ. πατρὶ δηλώσω ; Id.Aj. 462 ; τέοισί με χρὴ ὄμμασι.. φαίνεσθαι; Hdt.1.37 ; λαμπρὸς ὄμματι radiant in look or expression, S.OT81 ;ἄλλοσ' ὄ. θἀτέρᾳ δὲ νοῦν ἔχειν Id.Tr. 272
; προσέσχον ὄ. turned their eyes on him, E.HF 931 ; ἐς σὸν ἐλθεῖν ὄ. come within sight of thee, Id.Heracl. 887 ; κατ' ὄμματα before one's eyes, S.Ant. 760 ; κατ' ὄμμα ἐλθεῖν face to face, E.Andr. 1064 ; κατ' ὄμμα στῆναι in full sight, openly, ib. 1117 ; opp. νύκτωρ, Id.Ba. 469 ; κρατιστεύων κατ' ὄμμα in eye-sight, of the Sun, S.Tr. 102 (lyr.) (but λαμπρὰ καὶ κατ' ὄμμα καὶ φύσιν is dub. in 379) ; πρευμενοῦς ἀπ' ὄμματος ἰδέσθαι look kindly on, A.Supp. 210 ; (lyr.) ; ὡς ἀπ' ὀμμάτων to judge by the eye, S.OC15, cf. E.Med. 216 ; ἐν ὄμμασι before one's eyes, A.Pers. 604 ;ἐν τοῖς ὄ. Th.2.11
;ἐπ' ὀμμάτων E. Supp. 1153
(lyr.) ; so παρ' ὄμμα, εἰ δ' ἦν παρ' ὄμμα θάνατος ib. 484 ; ἐξ ὀμμάτων out of sight, Id.IA 743 ;ἄπειμ' ἐξ ὀ. Phryn.Trag.21
; πρὸ ὀμμάτων τίθεσθαι, ποιεῖν, Arist.Po. 1455a23, Rh. 1386a34 ; πρὸ ὀ. θέσις Polystr.l.c.2 metaph.,τὸ τῆς ψυχῆς ὄ. Pl.R. 533d
, Iamb.Protr. 21.κδ'.II the eye of heaven, i.e. the sun,ὄ. αἰθέρος Ar.Nu. 285
, cf. E.IT 194 (anap.) ; but ὄ. νυκτός is a periphrasis for night (v. infr. v), ἕως.. νυκτὸς ὄμμ' ἀφείλετο (sc. τὴν μάχην) A.Pers. 428 ; ὅταν δὲ νυκτὸς ὄ. λυγαίας μόλῃ the dark night, E.IT 110 ;νυκτὸς ὄ. τῆς μελαμπέπλου Alex.89
; cf. ,βλέφαρον 11
.III generally, light: hence, metaph., that which brings light, ὄμμα ξείνοισι a light to strangers, Pi.P.5.56 ;ὄ. δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν A.Pers. 169
; .2 metaph., anything dear or precious, as the apple of an eye,ὄ. γὰρ πάσης χθονὸς.. ἐξίκοιτ' ἄν A.Eu. 1025
.IV face or human form,ὦ δυσθέατον ὄ. S.Aj. 1004
;ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ ξύνηθες ὄ. Id.El. 903
;τὸ ἐρωτικὸν ὄ. Pl.Phdr. 253e
: as periphr. of the person, ὄ. πελείας, = πελεία, S.Aj. 140 (anap.) ; ὄ. νύμφας, = νύμφα, Id.Tr. 527 (lyr.) ; ξύναιμον ὄ., = ξυναίμων, Id.Aj. 977 ; ὦ ταυρόμορφον ὄ. Κηφισοῦ, = ὦ ταυρόμορφε Κηφισέ, E. Ion 1261 ; v. supr. 11 and cf. ὄνομα IV.V ὄ. τυκτόν eye-hole in a helmet, Nonn.D.22.62.
См. также в других словарях:
ἐρωτικόν — ἐρωτικός of masc acc sg ἐρωτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Marinos Phalieros — Marinos Phalieros, auch Marinos Falieros (griechisch Μαρίνος Φαλιέρος) ist ein bisher nicht sicher identifizierter venezianisch kretischer Dichter des 15. oder 16. Jahrhunderts, also aus der Zeit der Venetokratie, der venezianischen… … Deutsch Wikipedia
πολύποθος — ον, Μ αυτός που εκφράζει σφοδρό πόθο («ἀηδόνιν μου πολύποθον, ἐρωτικόν μου ἀηδόνιν», Διήγ. Αχιλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πόθος (πρβλ. κρυψί ποθος)] … Dictionary of Greek
υποστέναγμα — άγματος, τὸ, Μ [ὑποστενάζω] μικρός στεναγμός («ἐρωτικὸν ὑποστέναγμα», Ευμάθ.) … Dictionary of Greek
Κατακουζηνός, Αλέξανδρος — (Τεργέστη 1824 – 1892). Μουσικός και ποιητής. Σπούδασε μουσική στη Βιέννη και στην Αθήνα. Εργάστηκε ως διευθυντής χορωδιών στη Βιέννη και στην Οδησσό μέχρι το 1970, οπότε εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου οργάνωσε τη χορωδία των Ανακτόρων, δίδαξε… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος ο Σικελιώτης — (τέλη 9ου – αρχές 10ου αι. μ.Χ.). Βυζαντινός λόγιος. Ήταν μαθητής και φίλος του αυτοκράτορα Λέοντα Γ’ του Σοφού και έγραψε διάφορα ποιήματα στα οποία κυριαρχούν τα ανακρεόντεια μέτρα. Τα κυριότερα από αυτά είναι τρία ποιήματα που απευθύνονται… … Dictionary of Greek
Στίλερ, Μόριτζ — (Stiller). Σουηδός σκηνοθέτης του κινηματογράφου και παραγωγός (Ελσίνκι 1883 Στοκχόλμη 1928). Εβραιοπολωνικής καταγωγής, ο Σ. ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως ηθοποιός στη Φιλανδία και αργότερα στη Σουηδία για να μεταπηδήσει, το 1912, στον… … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek